Η παράδοξη ιστορία του τάνγκο. Ο ερωτικός χορός που χορευόταν μόνο από άνδρες
👉Το ταγκό, όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα, είναι μουσική και χορός, που αποτελεί τη συνεισφορά της Αργεντινής στον παγκόσμιο πολιτισμό, μαζί βεβαίως με τους αστέρες της μπάλας, που αφθονούν στη χώρα των πάμπας και των γκάουτσος.
Το ταγκό το γνωρίζουμε στην αστική του εκδοχή, αφυδατωμένο από τις κοινωνικές του αναφορές, έτσι όπως το διέδωσαν στον υπόλοιπο κόσμο οι Παριζιάνοι στη δεκαετία του '20. Κυρίες με ολόσωμες τουαλέτες και κύριοι με φράκα να χορεύουν βαριεστημένα στη δεξίωση του κυρίου πρέσβη είναι μία εικόνα, που έχουμε στο μυαλό μας, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο. Στη μικροαστική του εκδοχή το ταγκό θα το συναντήσουμε στη χώρα μας όλο και σε κάποια γαμήλια δεξίωση, με την ετικέτα του «Ευρωπαϊκού», λίγο προτού ηχήσουν τα κλαρίνα.
Όμως, το ταγκό είχε άλλες κοινωνικές αναφορές στην αρχή της ιστορίας του. Γεννήθηκε κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, κάτω στο λιμάνι της πόλης με τα μπαρ και τα πορνεία, εκεί που εδρεύει η θρυλική Μπόκα Τζούνιορς και έμαθε μπάλα ο Μαραντόνα. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν μαστροποί και πόρνες, αλλά και άνθρωποι της εργατικής τάξης, μετανάστες, τόσο από τα ενδότερα της Αργεντινής, όσο και από την Ευρώπη. Αρχικά ήταν καθαρά αρσενικός χορός... για άνδρες με τα όλα τους.
Το ταγκό, σύμφωνα με τον μεγάλο αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο, είναι προϊόν επιμειξίας μουσικών και χορών, που έφερναν οι μετανάστες από τις πατρίδες τους, με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Είναι το τραγούδι του μοναχικού άνδρα, του «πορτένιο», που εκφράζει την επιθυμία και τη νοσταλγία του για μία γυναίκα και σε πολλές περιπτώσεις το ανικανοποίητο του έρωτά του: «Στη ζωή μου είχα γκόμενες και γκόμενες, μα ποτέ μου μια γυναίκα» λέει το δίστιχο ενός τάνγκο τραγουδιού.
Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. «Ο γερμανός πίνει μπίρα, μεθοκοπάει και χορεύει αφελώς, ο «πορτένιο» χορεύει ένα τάνγκο για να σκεφθεί την τύχη του, που δεν του φέρθηκε ευνοϊκά» συμπληρώνει ο Ερνέστο Σάμπατο. Μεγάλη ώθηση στο ταγκό έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα είδος ακορντεόν που έφτασε από τη Γερμανία, με ήχο συναισθηματικό, βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο». Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-1992) ήταν ο αυτός, που έβαλε το ταγκό στις αίθουσες συναυλιών, ενώ μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).
Η παράδοξη ιστορία του τάνγκο. Ο ερωτικός χορός χορευόταν μόνο από άνδρες και ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές και τους οίκους ανοχής του Μπουένος Άιρες...
Το Αργεντίνικο ταγκό έχει τις ρίζες του στους δρόμους του Buenos Aires, στην Αργεντινή, απ' όπου πήρε και το όνομά του. Στα μέσα του 1800, οι αφρικανοί σκλάβοι της περιοχής συγκεντρώνονταν και εκφράζονταν μέσω του χορού (λέγεται ότι αρχικά ο χορός χορευόταν αποκλειστικά από άντρες) . Η έλλειψη θέσεων εργασίας υποχρέωσε τους χορευτές να βελτιώσουν την τεχνική και τις κινήσεις τους αναδεικνύοντας έτσι το Αργεντίνικο ταγκό σε μια εξελιγμένη μορφή χορού.
Ένα ακόμα γεγονός που συνέβαλε στην εξέλιξη του χορού ήταν η άνιση κατανομή ανδρών και γυναικών στην περιοχή. Λόγω των μεταναστεύσεων ο ανδρικός πληθυσμός υπερείχε αριθμητικά από τον γυναικείο πληθυσμό. Έτσι οι άνδρες προκειμένου να κατακτήσουν κάποια γυναίκα διαγωνίζονταν στο ταγκό με αποτέλεσμα να εξασκούνται συστηματικά βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα του χορού.
Το Αργεντίνικο ταγκό όμως δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτούς τους χώρους. Το στυλ του Αργεντίνικου ταγκό επηρεάστηκε σημαντικά και από του αλήτες και τους προαγωγούς του Buenos Aires οι οποίοι χόρευαν με τις ιερόδουλες, καθώς ο χορός εξέφραζε τη μεταξύ τους σχέση. Στις ιερόδουλες οφείλεται και ο έντονα αισθησιακός χαρακτήρας του χορού, καθώς προσπαθούσαν να σαγηνεύσουν άντρες με ερωτικές κινήσεις.
Στους οίκους ανοχής του Buenos Aires οι ιερόδουλες χρησιμοποιούσαν το ταγκό ως κάλυψη σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτές από την αστυνομία (αν δεν είχε δωροδοκηθεί). Ο «χορός» έπρεπε να γίνεται όσο το δυνατό πιο απλά ώστε να φαίνεται ότι γινόταν «μάθημα χορού». Γι' αυτό και οι οίκοι ανοχής έγιναν γνωστοί ως «Ακαδημίες Χορού».
Εξαιτίας της συσχέτισής του με την πορνεία, το Αργεντίνικο ταγκό απορρίφθηκε από την «αφρόκρεμα» του Buenos Aires. Η εμφάνιση ενός νέου μουσικού οργάνου στην ευρωπαϊκή κοινότητα το 1880, η μελωδία του οποίου ταίριαζε απόλυτα με τη μουσική του Αργεντίνικου ταγκό, καθώς και το νέο στιχουργικό είδος του 1900 που αναφερόταν σε χαμένους έρωτες, στην νοσταλγία και την ίδια την αγάπη για το ταγκό, γραμμένο στη γλώσσα των δρόμων του Buenos Aires οδήγησαν στην ραγδαία διάδοση του χορού και στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι διαμόρφωσαν το χορό έτσι ώστε να είναι πιο ευπρεπής, δίνοντάς του τη μορφή του Ευρωπαϊκού ταγκό, το οποίο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στην υψηλή κοινωνία.
Σήμερα, η δημοτικότητα του Αργεντίνικου ταγκό έχει φτάσει στα ύψη ιδιαίτερα μέσω των παρουσιάσεων ταγκό που γίνονται από επαγγελματίες χορευτές.
Το ταγκό το γνωρίζουμε στην αστική του εκδοχή, αφυδατωμένο από τις κοινωνικές του αναφορές, έτσι όπως το διέδωσαν στον υπόλοιπο κόσμο οι Παριζιάνοι στη δεκαετία του '20. Κυρίες με ολόσωμες τουαλέτες και κύριοι με φράκα να χορεύουν βαριεστημένα στη δεξίωση του κυρίου πρέσβη είναι μία εικόνα, που έχουμε στο μυαλό μας, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο. Στη μικροαστική του εκδοχή το ταγκό θα το συναντήσουμε στη χώρα μας όλο και σε κάποια γαμήλια δεξίωση, με την ετικέτα του «Ευρωπαϊκού», λίγο προτού ηχήσουν τα κλαρίνα.
Όμως, το ταγκό είχε άλλες κοινωνικές αναφορές στην αρχή της ιστορίας του. Γεννήθηκε κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες, κάτω στο λιμάνι της πόλης με τα μπαρ και τα πορνεία, εκεί που εδρεύει η θρυλική Μπόκα Τζούνιορς και έμαθε μπάλα ο Μαραντόνα. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν μαστροποί και πόρνες, αλλά και άνθρωποι της εργατικής τάξης, μετανάστες, τόσο από τα ενδότερα της Αργεντινής, όσο και από την Ευρώπη. Αρχικά ήταν καθαρά αρσενικός χορός... για άνδρες με τα όλα τους.
Το ταγκό, σύμφωνα με τον μεγάλο αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο, είναι προϊόν επιμειξίας μουσικών και χορών, που έφερναν οι μετανάστες από τις πατρίδες τους, με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Είναι το τραγούδι του μοναχικού άνδρα, του «πορτένιο», που εκφράζει την επιθυμία και τη νοσταλγία του για μία γυναίκα και σε πολλές περιπτώσεις το ανικανοποίητο του έρωτά του: «Στη ζωή μου είχα γκόμενες και γκόμενες, μα ποτέ μου μια γυναίκα» λέει το δίστιχο ενός τάνγκο τραγουδιού.
Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. «Ο γερμανός πίνει μπίρα, μεθοκοπάει και χορεύει αφελώς, ο «πορτένιο» χορεύει ένα τάνγκο για να σκεφθεί την τύχη του, που δεν του φέρθηκε ευνοϊκά» συμπληρώνει ο Ερνέστο Σάμπατο. Μεγάλη ώθηση στο ταγκό έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα είδος ακορντεόν που έφτασε από τη Γερμανία, με ήχο συναισθηματικό, βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο». Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-1992) ήταν ο αυτός, που έβαλε το ταγκό στις αίθουσες συναυλιών, ενώ μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).
Η παράδοξη ιστορία του τάνγκο. Ο ερωτικός χορός χορευόταν μόνο από άνδρες και ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές και τους οίκους ανοχής του Μπουένος Άιρες...
Ένα ακόμα γεγονός που συνέβαλε στην εξέλιξη του χορού ήταν η άνιση κατανομή ανδρών και γυναικών στην περιοχή. Λόγω των μεταναστεύσεων ο ανδρικός πληθυσμός υπερείχε αριθμητικά από τον γυναικείο πληθυσμό. Έτσι οι άνδρες προκειμένου να κατακτήσουν κάποια γυναίκα διαγωνίζονταν στο ταγκό με αποτέλεσμα να εξασκούνται συστηματικά βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα του χορού.
Το Αργεντίνικο ταγκό όμως δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτούς τους χώρους. Το στυλ του Αργεντίνικου ταγκό επηρεάστηκε σημαντικά και από του αλήτες και τους προαγωγούς του Buenos Aires οι οποίοι χόρευαν με τις ιερόδουλες, καθώς ο χορός εξέφραζε τη μεταξύ τους σχέση. Στις ιερόδουλες οφείλεται και ο έντονα αισθησιακός χαρακτήρας του χορού, καθώς προσπαθούσαν να σαγηνεύσουν άντρες με ερωτικές κινήσεις.
Στους οίκους ανοχής του Buenos Aires οι ιερόδουλες χρησιμοποιούσαν το ταγκό ως κάλυψη σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτές από την αστυνομία (αν δεν είχε δωροδοκηθεί). Ο «χορός» έπρεπε να γίνεται όσο το δυνατό πιο απλά ώστε να φαίνεται ότι γινόταν «μάθημα χορού». Γι' αυτό και οι οίκοι ανοχής έγιναν γνωστοί ως «Ακαδημίες Χορού».
Εξαιτίας της συσχέτισής του με την πορνεία, το Αργεντίνικο ταγκό απορρίφθηκε από την «αφρόκρεμα» του Buenos Aires. Η εμφάνιση ενός νέου μουσικού οργάνου στην ευρωπαϊκή κοινότητα το 1880, η μελωδία του οποίου ταίριαζε απόλυτα με τη μουσική του Αργεντίνικου ταγκό, καθώς και το νέο στιχουργικό είδος του 1900 που αναφερόταν σε χαμένους έρωτες, στην νοσταλγία και την ίδια την αγάπη για το ταγκό, γραμμένο στη γλώσσα των δρόμων του Buenos Aires οδήγησαν στην ραγδαία διάδοση του χορού και στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι διαμόρφωσαν το χορό έτσι ώστε να είναι πιο ευπρεπής, δίνοντάς του τη μορφή του Ευρωπαϊκού ταγκό, το οποίο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στην υψηλή κοινωνία.
Σήμερα, η δημοτικότητα του Αργεντίνικου ταγκό έχει φτάσει στα ύψη ιδιαίτερα μέσω των παρουσιάσεων ταγκό που γίνονται από επαγγελματίες χορευτές.