Πώς αποτυπώθηκαν το ανθρώπινο σώμα και τα σημάδια-κηλίδες επάνω στη Σινδόνη του Τορίνο;
👉Οι πρώτες επιστημονικές εργασίες για τη Σινδόνη του Τορίνο δημοσιεύθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Πέντε μόλις χρόνια μετά τη φωτογράφιση του S. Pia βρίσκουμε Επιστολές προς τον Επιμελητή (Letters to the Editor) του περιοδικού Nature, στις οποίες καταγράφονται απόψεις-εκτιμήσεις σχετικά με πιθανούς τρόπους σχηματισμού της εικόνας του ανθρώπινου σώματος στο λινό ύφασμα (π.χ. προτείνεται η πιθανή χρήση χρωστικών) χωρίς όμως αυτές να συνοδεύονται από τεκμηριωμένες αποδείξεις.
Κάποιες προκαταρκτικές και σποραδικές μελέτες του αντικειμένου πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1969-1978, όπως είναι για παράδειγμα οι εργασίες του G. Raes στον οποίο είχε παραχωρηθεί δείγμα από τη Σινδόνη, καθώς επίσης και οι εργασίες του C.S. Smith ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι η ανθρώπινη εικόνα που φαίνεται στο ύφασμα της Σινδόνης μπορεί να προήλθε από μακροχρόνια επαφή του λινού υφάσματος με ένα ζωγραφικό έργο. Παρουσία υγρασίας είναι πιθανό ζωγραφικά στοιχεία από την εικόνα να μεταφέρθηκαν επάνω στο ύφασμα.
Κάποιες προκαταρκτικές και σποραδικές μελέτες του αντικειμένου πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1969-1978, όπως είναι για παράδειγμα οι εργασίες του G. Raes στον οποίο είχε παραχωρηθεί δείγμα από τη Σινδόνη, καθώς επίσης και οι εργασίες του C.S. Smith ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι η ανθρώπινη εικόνα που φαίνεται στο ύφασμα της Σινδόνης μπορεί να προήλθε από μακροχρόνια επαφή του λινού υφάσματος με ένα ζωγραφικό έργο. Παρουσία υγρασίας είναι πιθανό ζωγραφικά στοιχεία από την εικόνα να μεταφέρθηκαν επάνω στο ύφασμα.
Το σενάριο αυτό αποτελεί άποψη του Smith χωρίς όμως να τεκμηριώνεται από επιστημονικά ευρήματα.
Έτσι λοιπόν, οι πρώιμες αυτές εργασίες είτε δεν δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, είτε βασίζονταν σε εικασίες χωρίς να υποστηρίζονται από τα ανάλογα επιστημονικά τεκμήρια.
Οι μελέτες της ομάδας STURP
Το 1978 η Σινδόνη μελετήθηκε για πρώτη φορά συστηματικά από μία ομάδα ειδικών επιστημόνων και τεχνικών, προερχόμενοι κυρίως από ερευνητικά ιδρύματα των Η.Π.Α., η οποία έμεινε στην ιστορία γνωστή ως ομάδα STURP (Shroud of Turin Research Project). Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, στην οποία ανήκει η Σινδόνη, ανταποκρίθηκε στο καθολικό αίτημα να μελετηθεί το αντικείμενο υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης, δίνοντας τη σχετική άδεια. Η επιστημονική κοινότητα ανέμενε τα αποτελέσματα της ομάδας STURP με μεγάλο ενδιαφέρον.
Το 1978 η Σινδόνη μελετήθηκε για πρώτη φορά συστηματικά από μία ομάδα ειδικών επιστημόνων και τεχνικών, προερχόμενοι κυρίως από ερευνητικά ιδρύματα των Η.Π.Α., η οποία έμεινε στην ιστορία γνωστή ως ομάδα STURP (Shroud of Turin Research Project). Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, στην οποία ανήκει η Σινδόνη, ανταποκρίθηκε στο καθολικό αίτημα να μελετηθεί το αντικείμενο υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης, δίνοντας τη σχετική άδεια. Η επιστημονική κοινότητα ανέμενε τα αποτελέσματα της ομάδας STURP με μεγάλο ενδιαφέρον.
Καθώς η μετακίνηση της Σινδόνης κρίθηκε απαγορευτική, η ομάδα STURP μετέβη στο Τορίνο για την επιτόπια μελέτη του αντικειμένου μεταφέροντας μαζί της εργαστηριακό εξοπλισμό. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν με τα πιο προηγμένα φορητά όργανα της εποχής, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν διατάξεις φωτογράφισης και φασματομετρίας.
Η επιτόπια μελέτη της Σινδόνης διήρκησε πέντε ημέρες, ενώ δόθηκε άδεια δειγματοληψίας βάσει της οποίας αποσπάστηκαν 32 συνολικά δείγματα τα οποία στάλθηκαν και μελετήθηκαν σε διάφορα εργαστήρια, κατά κύριο λόγο σε εργαστήρια των ερευνητών της ομάδας STURP. Τα δείγματα αποσπάστηκαν από διάφορες περιοχές της Σινδόνης, και συγκεκριμένα από περιοχές που απεικονίζονται το ανθρώπινο σώμα και οι κηλίδες, από περιοχές όπου δεν υπάρχουν κάποια εμφανή σημάδια (δείγματα αναφοράς) και τέλος από περιοχές που κάηκαν κατά την πυρκαγιά του 1532.
Τα αποτελέσματα της ομάδας STURP και των συνεργατών αυτής δημοσιεύθηκαν σε διάφορα άρθρα, ενώ τα βασικότερα συμπεράσματα συνοψίστηκαν περιεκτικά σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Analytica Chimica Acta.
Τα αποτελέσματα της ομάδας STURP και των συνεργατών αυτής δημοσιεύθηκαν σε διάφορα άρθρα, ενώ τα βασικότερα συμπεράσματα συνοψίστηκαν περιεκτικά σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Analytica Chimica Acta.
Στο σημείο αυτό τονίζεται ότι στην ομάδα STURP συμμετείχε αρχικά και ο ερευνητής W.C. McCrone, οποίος όμως διαφώνησε με τα συμπεράσματα της ομάδας, αποχώρησε και διαφοροποιήθηκε.
Οι παρατηρήσεις του McCrone περιγράφονται αργότερα (Κεφάλαιο 3.3) και διακριτά από τα αποτελέσματα της ομάδας STURP, τα σημαντικότερα εκ των οποίων συνοψίζονται στη συνέχεια.
Τα αποτελέσματα 1, 2 και 3 σχετίζονται με τον τρόπο δημιουργίας της εικόνας του ανθρώπινου σώματος που παρατηρείται στη Σινδόνη, ενώ το αποτέλεσμα 4 αναφέρεται στις κηλίδες που παραπέμπουν στα μαρτύρια βασανισμού (ακάνθινο στεφάνι, μαστίγωμα) και στα καρφιά της σταύρωσης. Συνεπώς, η ομάδα STURP δεν προσέφερε καμία πληροφορία σχετικά με τη χρονολόγηση του αντικειμένου. Οι προσπάθειές της επικεντρώθηκαν στο ένα από τα δύο σημαντικά ερωτήματα και συγκεκριμένα στο ερώτημα: πώς αποτυπώθηκαν επάνω στο ύφασμα η εικόνα του ανθρώπινου σώματος και τα σημάδια-κηλίδες που παραπέμπουν στο σταυρικό μαρτύριο του Ιησού;
Αποτέλεσμα 1: Η εικόνα του ανθρώπινου σώματος δεν είναι αποτέλεσμα ζωγραφικής.
Το αποτέλεσμα αυτό βασίζεται στις ακόλουθες παρατηρήσεις που έκανε η ομάδα STURP:
• Επάνω στο λινό ύφασμα δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις από πινελιές που θα υποδήλωναν την εφαρμογή ζωγραφικής.
• Η εικόνα του σώματος δημιουργείται από αποχρωματισμένες, ημιδιαφανείς, κιτρινισμένες ίνες του λινού υφάσματος που έχουν διάμετρο περίπου 10-15 μm. Αυτές ο ίνες που δημιουργούν την εντύπωση της απόχρωσης και σχηματίζουν την εικόνα του σώματος βρίσκονται μόνο στην επιφάνεια του υφάσματος. Επομένως, η εντύπωση του χρώματος προκύπτει μόνο από τις 2-3 πρώτες επιφανειακές ίνες των νημάτων, καθώς οι ενδότερες ίνες δεν φέρουν κάποιου είδους απόχρωση.
Τα αποτελέσματα 1, 2 και 3 σχετίζονται με τον τρόπο δημιουργίας της εικόνας του ανθρώπινου σώματος που παρατηρείται στη Σινδόνη, ενώ το αποτέλεσμα 4 αναφέρεται στις κηλίδες που παραπέμπουν στα μαρτύρια βασανισμού (ακάνθινο στεφάνι, μαστίγωμα) και στα καρφιά της σταύρωσης. Συνεπώς, η ομάδα STURP δεν προσέφερε καμία πληροφορία σχετικά με τη χρονολόγηση του αντικειμένου. Οι προσπάθειές της επικεντρώθηκαν στο ένα από τα δύο σημαντικά ερωτήματα και συγκεκριμένα στο ερώτημα: πώς αποτυπώθηκαν επάνω στο ύφασμα η εικόνα του ανθρώπινου σώματος και τα σημάδια-κηλίδες που παραπέμπουν στο σταυρικό μαρτύριο του Ιησού;
Αποτέλεσμα 1: Η εικόνα του ανθρώπινου σώματος δεν είναι αποτέλεσμα ζωγραφικής.
Το αποτέλεσμα αυτό βασίζεται στις ακόλουθες παρατηρήσεις που έκανε η ομάδα STURP:
• Επάνω στο λινό ύφασμα δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις από πινελιές που θα υποδήλωναν την εφαρμογή ζωγραφικής.
• Η εικόνα του σώματος δημιουργείται από αποχρωματισμένες, ημιδιαφανείς, κιτρινισμένες ίνες του λινού υφάσματος που έχουν διάμετρο περίπου 10-15 μm. Αυτές ο ίνες που δημιουργούν την εντύπωση της απόχρωσης και σχηματίζουν την εικόνα του σώματος βρίσκονται μόνο στην επιφάνεια του υφάσματος. Επομένως, η εντύπωση του χρώματος προκύπτει μόνο από τις 2-3 πρώτες επιφανειακές ίνες των νημάτων, καθώς οι ενδότερες ίνες δεν φέρουν κάποιου είδους απόχρωση.
Στην περίπτωση εφαρμογής ζωγραφικής, θα ήταν αναμενόμενη η διάχυση των χρωστικών εντός των νημάτων του υφάσματος, με συνέπεια τον χρωματισμό των εσωτερικών ινών. Επιπλέον, η ομάδα STURP σημείωσε πως ο τόνος του χρωματισμού (πόσο σκούρος ή ανοιχτός είναι στις διάφορες περιοχές της Σινδόνης) φαίνεται να καθορίζεται από την πυκνότητα των χρωματισμένων ινών.
• Δεν ανιχνεύθηκαν ανόργανες χρωστικές σε σημαντικές ποσότητες που να στοιχειοθετούν ζωγραφικό έργο, ούτε ανιχνεύθηκαν λάκκες ή βαφές.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ανιχνεύθηκε σίδηρος και μάλιστα με τη μορφή άνυδρου οξειδίου, που παραπέμπει στην παρουσία κόκκινης ώχρας (Fe2O3) αλλά και πιθανόν με τη μορφή ένυδρων οξειδίων του σιδήρου, που παραπέμπουν στην παρουσία κίτρινης ώχρας. Όμως η ομάδα STURP απέρριψε την πιθανότητα το σώμα που διακρίνεται στο ύφασμα να είναι αποτέλεσμα της παρουσίας αυτών των χρωστικών για τους παρακάτω λόγους:
• Δεν ανιχνεύθηκαν ανόργανες χρωστικές σε σημαντικές ποσότητες που να στοιχειοθετούν ζωγραφικό έργο, ούτε ανιχνεύθηκαν λάκκες ή βαφές.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ανιχνεύθηκε σίδηρος και μάλιστα με τη μορφή άνυδρου οξειδίου, που παραπέμπει στην παρουσία κόκκινης ώχρας (Fe2O3) αλλά και πιθανόν με τη μορφή ένυδρων οξειδίων του σιδήρου, που παραπέμπουν στην παρουσία κίτρινης ώχρας. Όμως η ομάδα STURP απέρριψε την πιθανότητα το σώμα που διακρίνεται στο ύφασμα να είναι αποτέλεσμα της παρουσίας αυτών των χρωστικών για τους παρακάτω λόγους:
(α) τα οξείδια ανιχνεύθηκαν σε πολύ μικρές ποσότητες και συνεπώς μπορεί να δικαιολογηθούν ως προσμίξεις που εισήλθαν στο ύφασμα είτε κατά την επεξεργασία του λιναριού, είτε κατά την πυρκαγιά του 1532, ή ακόμη και κατά τη χρήση του υφάσματος.
(β) Με την τεχνική της φασματομετρίας φθορισμού ακτίνων Χ (XRF) σαρώθηκε μία περιοχή στο πρόσωπο της εικόνας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει διαφοροποίηση της συγκέντρωσης του σιδήρου, όπως θα ήταν αναμενόμενο στην περίπτωση που τα οξείδια του σιδήρου συμμετείχαν στη χρωματική διαβάθμιση. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό.
Η συγκέντρωση του σιδήρου ήταν στατιστικά σταθερή, παρά τη χρωματική διαβάθμιση που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο μάτι και στην οποία οφείλεται το διαμορφούμενο πρόσωπο που βλέπει ο θεατής.
(γ) Η ακτινογράφηση του αντικειμένου δεν έδειξε διαβαθμίσεις στην περιοχή του σώματος, που θα δικαιολογούσαν τη χρήση οξειδίου του σιδήρου ως χρωστική.
(δ) Εάν τα οξείδια του σιδήρου προέρχονταν για τις γαιώδεις χρωστικές της ώχρας, θα έπρεπε εκτός από τον σίδηρο να ανιχνευθούν και άλλα μέταλλα ως προσμίξεις, τα οποία όμως δεν βρέθηκαν στο λινό ύφασμα. Ανιχνεύθηκε όμως ασβέστιο και στρόντιο τα οποία σχολιάζονται στην επόμενη παράγραφο.
(ε) Τέλος, σύμφωνα με την ομάδα STURP, η πηγή του σιδήρου πρέπει να είναι το αίμα που ανιχνεύθηκε στη Σινδόνη (βλ. αποτέλεσμα 4).
Η παρουσία ασβεστίου στη Σινδόνη πιστοποιήθηκε με διάφορες μεθόδους ενώ το στρόντιο ανιχνεύθηκε κυρίως με την τεχνική XRF. Τα δύο στοιχεία αποδόθηκαν σε προσμίξεις. Η υπόθεση αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή για την περίπτωση του ασβεστίου, καθώς είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα διαδεδομένο στη φύση. Το δε στρόντιο ανιχνεύεται πολύ εύκολα με την τεχνική XRF, καθώς το στοιχείο αυτό αποκρίνεται εξαιρετικά στο φαινόμενο φθορισμού ακτίνων Χ. Φάσματα XRF καταγράφουν συχνά το στρόντιο. Για παράδειγμα, το στοιχείο ανιχνεύθηκε με μία πολύ έντονη φασματική γραμμή XRF κατά την ανάλυση της χρωστικής της αρχαίας πορφύρας της Θήρας, όπου η παρουσία του στροντίου δεν ήταν αναμενόμενη.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο εύρημα, που σχετίζεται με την παρουσία χρωστικών στη Σινδόνη, είναι αυτό που κατέγραψαν οι J.H. Heller και A.D. Adler οι οποίοι ανέφεραν την παρουσία του θειούχου υδραργύρου (HgS) σε μόλις ένα όμως δείγμα του λινού υφάσματος, από τα δεκάδες που μελέτησαν. Οι ερευνητές χαρακτήρισαν την ανίχνευση της κόκκινης χρωστικής τυχαία και την απέδωσαν σε πρόσμιξη που πιθανόν να προήλθε από καλλιτέχνες του Μεσαίωνα οι οποίοι δημιούργησαν ζωγραφικά αντίγραφα της Σινδόνης. Στο σύνολό της η εργασία των Heller και Adler συντάσσεται με τα γενικά συμπεράσματα της ομάδας STURP όπως αυτά αναφέρθηκαν προηγούμενα.
• Στην περιοχή της Σινδόνης που απεικονίζεται το ανθρώπινο σώμα, δεν ανιχνεύθηκε κάποια οργανική ύλη–συνδετικό μέσο που θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που το ανθρώπινο σώμα ήταν προϊόν ζωγραφικής. Υπογραμμίζεται όμως ότι στις περιοχές με τις κηλίδες (αίματος) ανιχνεύθηκε πρωτεϊνικό υλικό. Η θέση της πλειοψηφίας της ομάδας STURP ήταν ότι αυτό το πρωτεϊνικό υλικό πρέπει να προέρχεται από το αίμα των κηλίδων (βλ. αποτέλεσμα 4) καθώς ανιχνεύθηκε μόνο σε αυτές και όχι στην περιοχή του ανθρώπινου σώματος.
• Μελετώντας τη Σινδόνη με Οπτικό Μικροσκόπιο, τα τυπικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της επιφάνειας των ινών του λινού καταγράφηκαν ευδιάκριτα. Σύμφωνα με την ομάδα STURP, στην περίπτωση που η Σινδόνη ήταν ζωγραφικό έργο θα ανέμενε κανείς η μορφολογία των ινών του λινού να έχει καταπονηθεί και αλλοιωθεί κατά τη διαδικασία της ζωγραφικής, δηλαδή της εναπόθεσης των χρωστικών και του συνδετικού μέσου μέσω του πινέλου.
http:// Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ
Η παρουσία ασβεστίου στη Σινδόνη πιστοποιήθηκε με διάφορες μεθόδους ενώ το στρόντιο ανιχνεύθηκε κυρίως με την τεχνική XRF. Τα δύο στοιχεία αποδόθηκαν σε προσμίξεις. Η υπόθεση αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή για την περίπτωση του ασβεστίου, καθώς είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα διαδεδομένο στη φύση. Το δε στρόντιο ανιχνεύεται πολύ εύκολα με την τεχνική XRF, καθώς το στοιχείο αυτό αποκρίνεται εξαιρετικά στο φαινόμενο φθορισμού ακτίνων Χ. Φάσματα XRF καταγράφουν συχνά το στρόντιο. Για παράδειγμα, το στοιχείο ανιχνεύθηκε με μία πολύ έντονη φασματική γραμμή XRF κατά την ανάλυση της χρωστικής της αρχαίας πορφύρας της Θήρας, όπου η παρουσία του στροντίου δεν ήταν αναμενόμενη.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο εύρημα, που σχετίζεται με την παρουσία χρωστικών στη Σινδόνη, είναι αυτό που κατέγραψαν οι J.H. Heller και A.D. Adler οι οποίοι ανέφεραν την παρουσία του θειούχου υδραργύρου (HgS) σε μόλις ένα όμως δείγμα του λινού υφάσματος, από τα δεκάδες που μελέτησαν. Οι ερευνητές χαρακτήρισαν την ανίχνευση της κόκκινης χρωστικής τυχαία και την απέδωσαν σε πρόσμιξη που πιθανόν να προήλθε από καλλιτέχνες του Μεσαίωνα οι οποίοι δημιούργησαν ζωγραφικά αντίγραφα της Σινδόνης. Στο σύνολό της η εργασία των Heller και Adler συντάσσεται με τα γενικά συμπεράσματα της ομάδας STURP όπως αυτά αναφέρθηκαν προηγούμενα.
• Στην περιοχή της Σινδόνης που απεικονίζεται το ανθρώπινο σώμα, δεν ανιχνεύθηκε κάποια οργανική ύλη–συνδετικό μέσο που θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που το ανθρώπινο σώμα ήταν προϊόν ζωγραφικής. Υπογραμμίζεται όμως ότι στις περιοχές με τις κηλίδες (αίματος) ανιχνεύθηκε πρωτεϊνικό υλικό. Η θέση της πλειοψηφίας της ομάδας STURP ήταν ότι αυτό το πρωτεϊνικό υλικό πρέπει να προέρχεται από το αίμα των κηλίδων (βλ. αποτέλεσμα 4) καθώς ανιχνεύθηκε μόνο σε αυτές και όχι στην περιοχή του ανθρώπινου σώματος.
• Μελετώντας τη Σινδόνη με Οπτικό Μικροσκόπιο, τα τυπικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της επιφάνειας των ινών του λινού καταγράφηκαν ευδιάκριτα. Σύμφωνα με την ομάδα STURP, στην περίπτωση που η Σινδόνη ήταν ζωγραφικό έργο θα ανέμενε κανείς η μορφολογία των ινών του λινού να έχει καταπονηθεί και αλλοιωθεί κατά τη διαδικασία της ζωγραφικής, δηλαδή της εναπόθεσης των χρωστικών και του συνδετικού μέσου μέσω του πινέλου.
http:// Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ