Εκδικητική πορνογραφία: Πώς μπορεί ένα θύμα να δικαιωθεί στην Ελλάδα
👉Με αφορμή την επικαιρότητα και τον καθ’ ομολογία θύτη Στάθη Παναγιωτόπουλο, ο οποίος τυχαίνει να είναι πρόσωπο της τηλεόρασης και όχι μόνο, το ζήτημα του revenge porn φαίνεται πως άρχισε να συζητιέται σοβαρά στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον ορισμό από Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), η μη συναινετική πορνογραφία (που συχνότερα αναφέρεται ως «εκδικητική πορνογραφία») περιλαμβάνει τη διανομή στο διαδίκτυο φωτογραφιών ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου χωρίς τη συγκατάθεση του ατόμου που εμφανίζεται στο υλικό.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η εκδικητική πορνογραφία δεν αποτελεί ένα νέο είδος εγκλήματος. Οι αρχές, αλλά και εξειδικευμένες δομές λαμβάνουν εδώ και χρόνια καταγγελίες για τέτοια αδικήματα, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις θύτες ή/και θύματα είναι ανήλικοι.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι και ο όρος ακόμα «revenge porn» είναι ατυχής. Κι αυτό για δύο λόγους. Αρχικά, διότι η διάρρευση τέτοιου υλικού μπορεί να μην έχει στόχο μόνο την εκδίκηση αλλά και την ευχαρίστηση του θύτη ή και τον εκβιασμό όπως έχει συμβεί και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Επιπροσθέτως, η λέξη «εκδίκηση» παραπέμπει σε κάτι κακό που πιθανότατα έκανε πριν το θύμα, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στις περιπτώσεις που ο δράστης είναι ο σύντροφος, ο χωρισμός και μόνο τον κάνει να φτάσει σε αυτό το σημείο.
Πώς μπορεί όμως να δικαιωθεί ένα θύμα στη χώρα μας; Σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός, Certified Data Protection Officer, Θεόδωρος Μπλίκας στο Magazine. Συμφωνα με αυτή τη συνέντευξη, καταρχήν η εκδικητική πορνογραφία στην Ελλάδα δεν εντάσσεται στα σεξουαλικά εγκλήματα καθώς δεν περιλήφθηκε στη σειρά των αλλαγών που έγιναν στο νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αλλά είναι έγκλημα παραβίασης της ιδιωτικότητας, η οποία προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις (για παράδειγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και από το Σύνταγμα. Πρόκειται για κατοχυρωμένο δικαίωμα.
Επίσης σχετίζεται με το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων και κυρίως με το δικαίωμα στη λήθη, που προβλέπει ο κανονισμός. Πρόκειται για το δικαίωμα που έχουν τα φυσικά πρόσωπα, να ζητούν να διαγράφονται προσωπικά δεδομένα που τους αφορούν, στο βαθμό που τους αφορούν – ζητώντας να κατέβουν, να σβηστούν και να διαγραφούν. Είναι απότοκος του GDPR και όλης της νομοθεσίας που «κρέμεται» από αυτόν, και αναφέρεται στις υποχρεώσεις των Υπευθύνων Επεξεργασίας.
Το θέμα που ανακύπτει εδώ όμως είναι ποιοι είναι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας; Στην πραγματικότητα οι υπεύθυνοι επεξεργασίας είναι οι διαχειριστές της ιστοσελίδας που ανεβαίνει το εν λόγω υλικό και όχι ο θύτης επομένως οι νομικές κινήσεις σύμφωνα με τον νόμο στρέφονται στις εν λόγω ιστοσελίδες και μπορεί να τους καταλογιστεί διοικητικό πρόστιμο που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 20 εκατομμύρια ευρώ ή το 4% του τζίρου της εταιρίας ή του ομίλου – αν πρόκειται για κάποιον που έχει διεθνή δραστηριότητα τα οποία βέβαια δεν τα πιστώνεται το θύμα αλλά το κράτος.
Το νομικό σύστημα της χώρας φαίνεται να έχει ένα μεγάλο κενό, λοιπόν, όσον αφορά στο revenge porn ως σεξουαλικό έγκλημα. Μέχρι αυτό να αλλάξει, ποιος είναι τελικά ο ασφαλέστερος τρόπος να δικαιωθεί ένα θύμα εκδικητικής πορνογραφίας στη χώρα μας;
Ο κος Θεόδωρος Μπλίκας απαντά σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο news247.gr: «Τα πρόστιμα που επιβάλλει η αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων, είναι διοικητικά. Πηγαίνουν στο δημόσιο ταμείο και όχι στο φυσικό πρόσωπο. Η αρχή δεν μπορεί να επιβάλλει ποινή φυλάκισης στο θύτη. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να διεκδικήσει το φυσικό πρόσωπο, μέσω αγωγών σε αστικά δικαστήρια. Εκεί μπορεί να αξιώσει και αποζημίωση για τη βλάβη που έχει υποστεί. Να κυνηγήσει το θύτη, με βάση τη νομοθεσία για τα σεξουαλικά εγκλήματα.
Ο ασφαλέστερος δρόμος για να κινηθεί ενάντια σε αυτόν που τράβηξε και διέθεσε το παράνομο υλικό είναι μέσω του αγώνα έναντι αυτού που το ανήρτησε. Αν γίνει έλεγχος από την αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων ή τον εισαγγελέα, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στο πώς βρήκε η ιστοσελίδα (ή όποιο άλλο μέσο) το υλικό, το μέσο είναι υποχρεωμένο να εξηγήσει τα πάντα και έτσι προκύπτει και αυτός που έδωσε το βίντεο ή τη φωτογραφία. Αυτόματα το όνομα της διαρροής είναι αποδεδειγμένο και έτσι μπορεί να κινηθεί εναντίον του το υποκείμενο».
Με πληροφορίες από news247.gr
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η εκδικητική πορνογραφία δεν αποτελεί ένα νέο είδος εγκλήματος. Οι αρχές, αλλά και εξειδικευμένες δομές λαμβάνουν εδώ και χρόνια καταγγελίες για τέτοια αδικήματα, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις θύτες ή/και θύματα είναι ανήλικοι.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι και ο όρος ακόμα «revenge porn» είναι ατυχής. Κι αυτό για δύο λόγους. Αρχικά, διότι η διάρρευση τέτοιου υλικού μπορεί να μην έχει στόχο μόνο την εκδίκηση αλλά και την ευχαρίστηση του θύτη ή και τον εκβιασμό όπως έχει συμβεί και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Επιπροσθέτως, η λέξη «εκδίκηση» παραπέμπει σε κάτι κακό που πιθανότατα έκανε πριν το θύμα, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στις περιπτώσεις που ο δράστης είναι ο σύντροφος, ο χωρισμός και μόνο τον κάνει να φτάσει σε αυτό το σημείο.
Πώς μπορεί όμως να δικαιωθεί ένα θύμα στη χώρα μας; Σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός, Certified Data Protection Officer, Θεόδωρος Μπλίκας στο Magazine. Συμφωνα με αυτή τη συνέντευξη, καταρχήν η εκδικητική πορνογραφία στην Ελλάδα δεν εντάσσεται στα σεξουαλικά εγκλήματα καθώς δεν περιλήφθηκε στη σειρά των αλλαγών που έγιναν στο νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αλλά είναι έγκλημα παραβίασης της ιδιωτικότητας, η οποία προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις (για παράδειγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και από το Σύνταγμα. Πρόκειται για κατοχυρωμένο δικαίωμα.
Επίσης σχετίζεται με το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων και κυρίως με το δικαίωμα στη λήθη, που προβλέπει ο κανονισμός. Πρόκειται για το δικαίωμα που έχουν τα φυσικά πρόσωπα, να ζητούν να διαγράφονται προσωπικά δεδομένα που τους αφορούν, στο βαθμό που τους αφορούν – ζητώντας να κατέβουν, να σβηστούν και να διαγραφούν. Είναι απότοκος του GDPR και όλης της νομοθεσίας που «κρέμεται» από αυτόν, και αναφέρεται στις υποχρεώσεις των Υπευθύνων Επεξεργασίας.
Το θέμα που ανακύπτει εδώ όμως είναι ποιοι είναι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας; Στην πραγματικότητα οι υπεύθυνοι επεξεργασίας είναι οι διαχειριστές της ιστοσελίδας που ανεβαίνει το εν λόγω υλικό και όχι ο θύτης επομένως οι νομικές κινήσεις σύμφωνα με τον νόμο στρέφονται στις εν λόγω ιστοσελίδες και μπορεί να τους καταλογιστεί διοικητικό πρόστιμο που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 20 εκατομμύρια ευρώ ή το 4% του τζίρου της εταιρίας ή του ομίλου – αν πρόκειται για κάποιον που έχει διεθνή δραστηριότητα τα οποία βέβαια δεν τα πιστώνεται το θύμα αλλά το κράτος.
Το νομικό σύστημα της χώρας φαίνεται να έχει ένα μεγάλο κενό, λοιπόν, όσον αφορά στο revenge porn ως σεξουαλικό έγκλημα. Μέχρι αυτό να αλλάξει, ποιος είναι τελικά ο ασφαλέστερος τρόπος να δικαιωθεί ένα θύμα εκδικητικής πορνογραφίας στη χώρα μας;
Ο κος Θεόδωρος Μπλίκας απαντά σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο news247.gr: «Τα πρόστιμα που επιβάλλει η αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων, είναι διοικητικά. Πηγαίνουν στο δημόσιο ταμείο και όχι στο φυσικό πρόσωπο. Η αρχή δεν μπορεί να επιβάλλει ποινή φυλάκισης στο θύτη. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να διεκδικήσει το φυσικό πρόσωπο, μέσω αγωγών σε αστικά δικαστήρια. Εκεί μπορεί να αξιώσει και αποζημίωση για τη βλάβη που έχει υποστεί. Να κυνηγήσει το θύτη, με βάση τη νομοθεσία για τα σεξουαλικά εγκλήματα.
Ο ασφαλέστερος δρόμος για να κινηθεί ενάντια σε αυτόν που τράβηξε και διέθεσε το παράνομο υλικό είναι μέσω του αγώνα έναντι αυτού που το ανήρτησε. Αν γίνει έλεγχος από την αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων ή τον εισαγγελέα, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στο πώς βρήκε η ιστοσελίδα (ή όποιο άλλο μέσο) το υλικό, το μέσο είναι υποχρεωμένο να εξηγήσει τα πάντα και έτσι προκύπτει και αυτός που έδωσε το βίντεο ή τη φωτογραφία. Αυτόματα το όνομα της διαρροής είναι αποδεδειγμένο και έτσι μπορεί να κινηθεί εναντίον του το υποκείμενο».
Με πληροφορίες από news247.gr